Επάρκαρε το τράκτο. Επετάκτηκε κάτω και έδωκε μου το χέρι του να κατεβώ. Είδα τον με το μισό μου.
"Μπορώ και μόνη μου" είπα και ετράβησε το πίσω.
Εν είπε τίποτε, επήαμε μέσα, εκάτσαμε, επαραγγείλαμε μπύρες. Εγώ εκράτουν το σπαθί μου.
Άρχισε να μιλά για τον εαυτό του, εζήτησε χαρτομάντηλα και άρχισε να καθαρίζεται που τα αίματα. Εμιλούσεν και έφκαινε που το στόμα του μουσική, εμπαίναν οι νότες του μες τα αυτιά μου, ταξιδεύαν μες τους νευρώνες μου και εμπαίναν στην σωστή τους θέση, σαν τα χαμένα κομμάτια που πάζλ. Εκαθάριζε την φάτσα του που τα αίματα και είδα τα χαρακτηριστικά του.Έστρωσε τον γιακά του πουκαμίσου του. Επέρασε το χέρι του απαλά μες τα μαλλιά του και στηριξε το βάρος του κεφαλιού του στην παλάμη του κοιτώντας με από γωνία καθώς φόρεσα ακόμα μία μάσκα και μίλησα για μένα. Η δυσπιστία του ήταν διάχυτη στο πρόσωπο του. Δεν δέκτηκε εύκολα τίποτε από ότι είπα. Κανένα από τα συνηθισμένα παιχνίδια δεν πέτυχε.
Μιλούσε σταθερά, με χαρακτήρα, κατάφερε να με κάνει να νιώσω αδούλευτη και ανεπαρκής σε κάποια θέματα και βρέθηκα να στηρίζω το πηγούνι μου στην λαβή του σπαθιού καθώς τον έβλεπα να εκφράζεται με το στόμα, την φωνή, τα χέρια, το σώμα, το ύφος, το πρόσωπο."Φώναζε" το κάθε συναίσθημα, την κάθε έκφραση. Άλλαζα μάσκες συνέχεια και τις τσαλάκωνε μία προς μία. Οι μπύρες ελήφκαν η μια μετά την άλλη.
Αστειεύτηκα, εγέλασε και άστραψε η φάτσα του. Έππεσε το σαγόνι μου χαμέ. Περίμενα να τον ξαναδώ να γελά, σιγανά αλλά λαμπερά, με όλο του το πρόσωπο.
Εχάθηκε το πάτωμα, χαθήκαν ούλλοι οι άλλοι. Επίναμε μπύρες στο διάστημα, αποδείξαμε την θεωρεία της σχετικότητας αφού ούτε ξέρω ήνταλως επερνούσε η ώρα.
Ήμουν μια Beatrix σε σύγχιση.
Εξύπνησα στο κρεβάτι μου το πρωί, ούτε ξέρω πώς εβρέθηκα τjιαμέ.